- Φαραγγιτης
- ΦαραγγίτηςΦᾰραγγίτης-ου (ῑ) ὅ ветер с долины Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαραγγίτης — φαραγγί̱της , φαραγγίτης of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαραγγίτης — ὁ, Α (για άνεμο) αυτός που πνέει από φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάραγξ, γγος + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)] … Dictionary of Greek